υπερθετικός

υπερθετικός
-ή, -ό, / ὑπερθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι]
γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται συνήθως με την προσθήκη τών καταλήξεων -τατος, -τατη, -τατο[ν]»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υπερθετικό
ο υπερθετικού βαθμού τύπος ενός επιθέτου
2. φρ. «απόλυτο υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λ.χ. ο Όλυμπος είναι υψηλότατο βουνό
β) «σχετικό υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα ομοειδή του, λ.χ. ο Όλυμπος είναι το υψηλότατο από όλα τα βουνά τής Ελλάδας
αρχ.
1. αυτός που έχει τάση για αναβολή
2. αυτός που προκαλεί αναβολή.
επίρρ...
υπερθετικώς / ὑπερθετικῶς ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον υπερθετικό βαθμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπερθετικός — superlative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. (γραμμ.), αυτός που αναφέρεται στην υπέρθεση (βλ. λ.): Υπερθετικός βαθμός (ο τρίτος και ανώτατος βαθμός των επιθέτων: θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός. 2. το ουδ. ως ουσ., υπερθετικό επίθετο υπερθετικού βαθμού που δηλώνει ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερθετικά — ὑπερθετικός superlative neut nom/voc/acc pl ὑπερθετικά̱ , ὑπερθετικός superlative fem nom/voc/acc dual ὑπερθετικά̱ , ὑπερθετικός superlative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικώτερον — ὑπερθετικός superlative adverbial comp ὑπερθετικός superlative masc acc comp sg ὑπερθετικός superlative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικῶν — ὑπερθετικός superlative fem gen pl ὑπερθετικός superlative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικόν — ὑπερθετικός superlative masc acc sg ὑπερθετικός superlative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικαῖς — ὑπερθετικός superlative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικοῖς — ὑπερθετικός superlative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικοί — ὑπερθετικός superlative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερθετικοῦ — ὑπερθετικός superlative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”